φανερώσῃ

φανερώσῃ
φανερώσηι , φανέρωσις
disclosure
fem dat sg (epic)
φανερόω
make manifest
aor subj mid 2nd sg
φανερόω
make manifest
aor subj act 3rd sg
φανερόω
make manifest
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φανέρωση — η παρουσίαση, εμφάνιση, αποκάλυψη, φανέρωμα: Η φανέρωση του μυστικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανέρωση — η / φανέρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φανερῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φανερώνω, φανέρωμα αρχ. 1. παρουσίαση, επίδειξη 2. το να δίνει κανείς σύνθημα ή παράγγελμα 3. αστρον. το να γίνεται κάτι ορατό …   Dictionary of Greek

  • φανερώση — φανέρωσις disclosure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερώσηι — φανέρωσις disclosure fem dat sg (epic) φανερώσῃ , φανερόω make manifest aor subj mid 2nd sg φανερώσῃ , φανερόω make manifest aor subj act 3rd sg φανερώσῃ , φανερόω make manifest fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκάλυψη — Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το… …   Dictionary of Greek

  • εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για …   Dictionary of Greek

  • έκφανση — η (AM ἔκφανσις) η ενέργεια τού εκφαίνω, φανέρωση, φανέρωμα, δήλωση, εκδήλωση («εκφάνσεις τού βίου» οι εκδηλώσεις, τα φανερώματα τής ζωής) …   Dictionary of Greek

  • έκφασις — ἔκφασις, η (AM) εκδήλωση, φανέρωση, διακήρυξη αρχ. 1. εμφάνιση, επανεμφάνιση 2. (για τον ήλιο) ανατολή …   Dictionary of Greek

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

  • εκκάλυψις — ἐκκάλυψις, η (Α) αποκάλυψη, φανέρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”